- μετεωρίζονται
- μετεωρίζωraise to a heightpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
глоумитисѧ — ГЛОУМ|ИТИСѦ (33), ЛЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1. Скоморошествовать: Аще котѡрыи еп(с)пъ илі пр(о)звутеръ іли дь˫аконъ. играѥть і глумитьсѩ і люди глумить. і ѹпи ваѥть(с). аще не останеть(с) того да извер жетьсѩ. КР 1284, 43б; то же КВ к. XIV, 24в. 2.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εναιώρημα — Βλ. λ. αιώρημα. * * * το (Α ἐναιώρημα) 1. αυτό που αιωρείται μέσα ή επιπλέει στην επιφάνεια υγρού 2. (φαρμ.) διάλυμα στερεάς ουσίας που τα μόριά της δεν διαλύονται στο υγρό αλλά μετεωρίζονται μέσα σε αυτό 3. ιατρ. το εξωτερικό μέρος συσκευής που… … Dictionary of Greek
Βενέζης, Ηλίας — (Κυδωνίες/Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1904 – Αθήνα 1973). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του πεζογράφου Ηλία Μέλλου. Η οικογένειά του γνώρισε το δράμα του διωγμού από τα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ο πατέρας του και μια αδελφή του έπεσαν όμηροι των Τούρκων·… … Dictionary of Greek